- κάρρονες
- κάρρωνstrongermasc/fem nom/voc plκρείσσωνstrongermasc/fem nom/voc comp pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρρων — κάρρων, ον (Α) καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ. β. «ἄμμες δέ γ ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού τού επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < *κάρσων, με αφομοίωση < *κάρ σσων, με… … Dictionary of Greek